- τερμίτης
- termite
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
τερμίτης — ο, Ν συν. στον πληθ. οι τερμίτες ζωολ. κοινή ονομασία τής τάξης ισοπτερα, πρωτόγονων κοινωνικών εντόμων με 1.900 κυτταρινοφάγα, κυρίως ξυλοφάγα, είδη, που αφθονούν στις θερμές περιοχές τής Γης και τα οποία, μολονότι δεν έχουν καμιά συγγένεια με… … Dictionary of Greek
τερμίτης — ο είδος μεγάλου μυρμηγκιού, το λευκό μυρμήγκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αρθρόποδα — Φύλο ασπόνδυλων που ονομάζονται έτσι επειδή έχουν αρθρωτά πόδια. Στην πραγματικότητα όχι μόνο τα πόδια, αλλά ολόκληρο το σώμα τους αποτελείται από διάφορα τμήματα (άρθρα) που συνδέονται μεταξύ τους με αρθρώσεις ποικίλου σχήματος και κινητικότητας … Dictionary of Greek
οδοτερμίτης — και οδοτέρμης, ο εντομολ. γένος τερμιτών τής οικογένειας hodotermitidae. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. hodotermites (< οδός + τερμίτης*)] … Dictionary of Greek
τερμιτοξενία — η, Ν [τερμιτόξενος] (παλαιότ. όρος) η τερμιτοφιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τερμίτης + ξενία (< ξένος)] … Dictionary of Greek
τερμιτοφωλιά — η, Ν φωλιά σμήνους τερμιτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τερμίτης + φωλιά] … Dictionary of Greek
τερμιτόξενος — η, ο, Ν 1. (για έντομα) ο τερμιτόφιλος 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι τερμιτόξενοι ζωολ. οι τερμιτόφιλοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τερμίτης + ξένος] … Dictionary of Greek